- καταρρυπαίνω
- καταρρύπανα, καταρρυπάνθηκα, καταρρυπασμένος, ρυπαίνω κάτι εντελώς, βρομίζω: Το πλοίο αυτό καταρρύπανε την ακτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταρρυπαίνω — (AM καταρρυπαίνω) 1. λερώνω κάτι πολύ, καταλερώνω 2. κηλιδώνω, σπιλώνω («ταῑς κατηγορίαις ταύταις καταρρυπανεῑν τὰς τῆς πόλεως εὐεργεσίας», Ισοκρ.) … Dictionary of Greek
καταμιαίνω — (AM) 1. μολύνω, μιαίνω εντελώς, καταρρυπαίνω 2. παθ. καταμιαίνομαι φορώ ρυπαρά ιμάτια ως σημείο θλίψης ή πένθους … Dictionary of Greek
καταμολύνω — (Α) μολύνω εντελώς, καταρρυπαίνω … Dictionary of Greek
καταρρυπώ — καταρρυπῶ, όω (AM Μ και καταρρυπώνω) καταρρυπαίνω*. μσν. 1. καταισχύνομαι 2. κηλιδώνω αρχ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατερρυπωμένος, η, ον εγκαταλελειμμένος, έρημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥυπῶ (< ῥύπος)] … Dictionary of Greek
κατασπιλώνω — (Α κατασπιλῶ, όω) [κατάσπιλος] 1. γεμίζω κάποιον κηλίδες, καταρρυπαίνω, καταλερώνω 2. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω κάποιον … Dictionary of Greek
κοπρίζω — (ΑM κοπρίζω) [κόπρος (Ι)] ρίχνω κοπριά στα χαράφια για λίπασμα, λιπαίνω με κοπριά νεοελλ. μσν. 1. αφοδεύω, αποπατώ 2. μτφ. κατασπιλώνω, καταρρυπαίνω αρχ. (για φυτά) ενεργώ ως κοπριά … Dictionary of Greek
συγκαταμιαίνομαι — Α μολύνομαι συγχρόνως, μιαίνομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταμιαίνω «μολύνω, καταρρυπαίνω»] … Dictionary of Greek